Όταν ήμουν
μικρός, γύρω στα δέκα μου, είχα πάει εκδρομή με τους γονείς μου σε μια μικρή
επαρχιακή πόλη. Ένα από τα αξιοθέατα της ήταν ένα πολύ όμορφο πάρκο στις όχθες
του ποταμού που διέσχιζε την πόλη αυτή. Λόγο του νερού του ποταμού, το πάρκο
είχε υπέροχη βλάστηση και φιλοξενούσε πολλά ζώα και πτηνά της χώρας μου. Άλλα
ήταν ελεύθερα να τριγυρνούν στο πάρκο και άλλα ήταν σε κλειστούς χώρους. Ήμουν
τόσο χαρούμενος που για πρώτη φορά μπορούσα να παρατηρήσω και να έρθω σε επαφή
με τόσα ζώα που μέχρι τότε τα γνώριζα μόνο από τα βιβλία.
Κάποια στιγμή
ενώ βαδίζαμε σε ένα από τα δρομάκια δίπλα στο ποτάμι και ταΐζαμε τις πάπιες,
τις χήνες και τους κύκνους, είδα μια ταμπέλα με βελάκι που έλεγε: «Λιοντάρι». Η
καρδιά μου φτερούγισε κι άρχισα να φωνάζω στους γονείς μου τραβώντας τον πατέρα
μου από το χέρι για να πάμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Στο παιδικό μου μυαλό ήταν
ένα όνειρο να δω τον βασιλιά των ζώων από κοντά. Αν και μέσα μου ανησυχούσα ότι
δεν θα επρόκειτο για πραγματικό λιοντάρι αλλά για κάποιο κόλπο του πάρκου,
έτρεχα ακλουθώντας τις ταμπέλες καθώς οι γονείς μου φώναζαν να περιμένω.
Ανηφορίζοντας έναν μικρό λόφο στο κέντρο του πάρκου έφτασα τελικά μπροστά στο
κλουβί του.
Εκείνη η στιγμή
είναι μια από αυτές που μένουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό μας. Είναι από
εκείνες τις σκηνές που ξεπετάγονται ξανά, στα ξαφνικά, κάποιες άσχετες
φαινομενικά στιγμές, μέσα από παράξενους συνειρμούς και τι ξαναζούμε
ολοζώντανες κι ας έχουν περάσει χρονιά.
Βρισκόταν εκεί,
μπροστά στα παιδικά μου μάτια, τεράστιος, ο βασιλιάς της ζούγκλας. Όμως μετά
την πρώτη παρατήρηση, ο ενθουσιασμός της δεκάχρονης καρδιάς μου, άρχισε να
μετατρέπεται σε ένα σφίξιμο και μια ανησυχία. Το υπέροχο αυτό ζώο βρισκόταν σε
ένα κλουβί που δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος το δικό μου μικρό παιδικό δωμάτιο και
έμοιαζε ακόμα πιο μικρό λόγο του μεγέθους του λιονταριού. Έτσι είχε ένα πολύ
μικρό χώρο για να κινηθεί με αποτέλεσμα η μοναδική κίνηση που μπορούσε να κάνει
να είναι να διασχίζει τη διαγώνιο του κλουβιού. Κι αυτό έκανε συνεχώς!
Σταματούσε για λίγο για να κοιτάξει τον κόσμο που μαζευόταν έξω από το κλουβί
και μετά ξανά το ίδιο πέρα δώθε. Μια ασταμάτητη κίνηση χωρίς κανένα νόημα. Κι
όμως ήταν η μοναδική δυνατότητα κίνησης για εκείνον που φυσιολογικά έπρεπε να
ζει σε ένα χώρο που ο ορίζοντας δεν βάζει κανένα όριο.
Ένιωσα πολύ
άσχημα γιατί το λυπήθηκα και στο δικό μου παιδικό μυαλό αυτό ήταν ντροπή. Ποιος
ήμουν εγώ ο ασήμαντος μικρός ανθρωπάκος που μπορούσα να λυπάμαι το βασιλιά των
ζώων! Όσο κι αν ακούγεται παράξενο αυτή ήταν η πρώτη μου αμήχανη και στενάχωρη
σκέψη. Στη συνεχεία όμως παρατήρησα κάτι ακόμα που με έκανε να νιώσω
περισσότερο άσχημα. Παρατήρησα το βλέμμα του. Ήταν κενό! Κενό και θλιμμένο. Σα
να κοιτούσε μα να μην έβλεπε. Όχι γιατί ήταν τυφλό, αλλά γιατί δεν ήθελε να
δει. Τα κάγκελα του κλουβιού του ήταν κάγκελα στη ψυχή του. Μια ψυχή που δεν
μπορούσε να ανασάνει την ελευθερία για την οποία είχε γεννηθεί κι έτσι αρνούταν
πλέον να δει οτιδήποτε άλλο. Έτσι φαινόταν στο παιδικό μου μυαλό. Ήμουν
σίγουρος πως το βλέμμα του ήταν το βλέμμα ενός τρελού, που κοιτά αλλά βλέπει
μόνο αυτό που προβάλει το μυαλό του. Έτσι πίστευα πως αυτό το περήφανο ζώο έβλεπε
τις μεγάλες σαβάνες της πατρίδας του, αυτές που και εγώ είχα δει στα βιβλία,
και σε αυτές νόμιζε ότι περπατούσε κι όχι στο στενό του κλουβί.
Ένιωσα απέραντη
θλίψη βλέποντας αυτό το βλέμμα! Κι η
θλίψη αυτή έγινε μεγαλύτερη όταν κάποια στιγμή το βλέμμα του συνάντησε το δικό
μου. Εκείνη την στιγμή νόμισα πως κατάλαβε πως τον νιώθω. Και για εκείνη μόνο
την στιγμή έπαψε να βλέπει την υπέροχη πατρίδα του και κοίταξε μέσα από τα
μάτια μου την δική μου ψυχή. Σα να άκουσα μέσα μου την φωνή του να μου λέει: «ότι
κι αν κάνεις ζήσε ελεύθερος ή μη ζεις καθόλου».
Δεν άντεξα άλλο. Γύρισα και έφυγα με σκυμμένο
το κεφάλι για να μην φαίνονται τα δάκρυα μου. Ένιωθα εκείνη την στιγμή τόσο
ανήμπορος όσο εκείνος μέσα στο κλουβί. Τόσο ανήμπορος να βοηθήσω, τόσο
ανήμπορος να εξηγήσω γιατί. Γιατί να σκλαβώνουμε τη ζωή;